- αρυστρις
- ἀρυστρίς-ίδος (ᾰ) ἥ ковш или уполовник Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀρυστρίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστρίδα — ἀρυστρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνηστρίς — λιμνηστρίς, ίδος, γεν. και λημνίτιδος, ἡ (Α) λιμνησία,* αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστήρ + επίθ. τρις (πρβλ. αρυστήρ: αρυστρίς)] … Dictionary of Greek